Η γοργόνα στο νοσοκομείο
Ξύπνησε
κι η ψαροουρά της
φευγάτη
μα στο κρεβάτι δίπλα της
ήταν δυο μακριά, κρύα αποτέτοια.
Θαρρείς πως ήταν κουβάρια από κέλπιες
ή κομμάτια κρέας.
‘Χωρίς καμία αμφιβολία
αστειεύονται,
παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Το μισό προσωπικό
τύφλα στο μεθύσι
και τ’άλλο μισό κάνει πλάκες.
Όμως, αυτό παραπάει.’
Κι εκτόξευσε έτσι τα δυο αποτέτοια έξω απ’το δωμάτιο.
Αλλά να που
ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει-
γιατί εκείνη κατρακύλησε μαζί τους...
Πώς συνδεόταν
μ’εκείνα τ’αποτέτοια
και πώς εκείνα συνδέονταν μ’αυτήν.
Χάρη στη νοσοκόμα που της έκανε νόημα
έμαθε τα καθέκαστα.
‘ Έχεις ένα πόδι προσκολλημένο εκεί πάνω
κι άλλο ένα κάτω απ’αυτό.
Ένα πόδι, δύο πόδια...
Έν’ δυο...
Τώρα πρέπει να μάθεις
τι μπορούν να κάνουν.’
Στους μήνες
που ακολούθησαν,
αναρωτιέμαι αν βούλιαξε η καρδιά της
όπως πέσανε οι καμάρες των ποδιών της,
οι εσωτερικοί ταρσοί της.
Η γοργόνα και κάποιες λέξεις
Ό,τι κι αν κάνεις μην αναφέρεις ποτέ τη λέξη
‘νερό’
ή οτιδήποτε άλλο θυμίζει θάλασσα-
‘κύμα’, ‘παλίρροια’, ‘ωκεανός’, ‘πέλαγoς’, ‘αρμύρα’.
Θα προτιμούσε να φανταστεί την άφιξη του παγετού
καταμεσής του καλοκαιριού
παρά ν’ακούει για ψαρέματα, βάρκες, τράτες ή δίχτυα,
κι αστακοδοχεία.
Το ξέρει πως τέτοια πράγματα υπάρχουν, φυσικά,
και πως άλλοι
με τέτοια έχουν παρτίδες.
Νομίζει πως αν κλείσει τ’αυτιά της και
γυρίσει το κεφάλι της αλλού
θα γλυτώσει απ’αυτά
και δεν θα ξανακούσει ποτέ το δυνατό χλιμίντρισμα
του υδρόβιου πνεύματος ή του ιππόκαμπου
να διεκδικούν τη συγγένειά της εξ αίματος την πιο σκοτεινή
ώρα της νύχτας,
προκαλώντας της ένα ξέσπασμα ανατριχίλας και
τον ιδρώτα να τη μαστιγώνει
όταν την παίρνει ο ύπνος.
Τίποτα δεν μισεί πιο πολύ
απ΄το να της υπενθυμίζουν την υποβρύχια ζωή της
πριν γυρίσει σελίδα σε στεγνή στεριά.
Αρνείται σθεναρά
πως είχε την παραμικρή σχέση ποτέ μ’αυτήν.
‘Ποτέ δεν μ’ενδιέφεραν
εκείνες οι παλιές προκαταλήψεις ή οι παλιές παραδόσεις.
Καθαρό αέρα, γνώση, τη λαμπερή ευφυία της
επιστήμης
ήταν τα μόνα που λαχτάρησα.’
Δεν θα με πείραζε ούτως ή άλλως αλλά εγώ η ίδια
την αποκάλυψα πάνω στην απάτη.
Στο Τμήμα Ιρλανδικής Λαογραφίας
στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου,
υπάρχει ένα ολόκληρο χειρόγραφο στη Συλλογή της Σχολής
που καταγράφηκε από ’κείνη,
γραμμένο στο νερό, με σαλαχιού πτερύγιο για στυλογράφο,
σ’ένα μακρύ πάπυρο από κέλπιες.
Μέσα εκεί βρίσκονται δεκατρία μεγάλα παραμύθια
και άλλα ψιλολόγια, μαζί με
φυλαχτά, παλιές προσευχές, γρίφους και τέτοια.
Απ΄τον πατέρα της και τη γιαγιά της πιο πολύ
τα κατέγραψε.
Αρνείται να παραδεχτεί την ύπαρξή του, κι όταν
το κάνει
‘Ήταν ο δάσκαλος που μας το΄δωσε εργασία για το σπίτι,
πριν χρόνια στο δημοτικό.
‘Έπρεπε να το κάνουμε.’
Θα προτιμούσε να υποστεί βαριά ρινορραγία
παρά να παραδεχτεί πως έβαλε το χέρι της
στη σύνθεσή του.
Μια ανάμνηση νερού
Συχνά όταν η κόρη της γοργόνας
είναι στο μπάνιο
καθαρίζοντας τα δόντια της με μια χοντρή βούρτσα
και μαγειρική σόδα
εκείνη έχει την αίσθηση πως το δωμάτιο γεμίζει
νερό.
Ξεκινά απ΄τα πόδια και τους αστραγάλους της
και γλιστράει όλο και πιο ψηλά
πάνω απ΄τους μηρούς και τους γοφούς και τη μέση.
Σε χρόνο μηδέν
φτάνει ψηλά στις μασχάλες της
Σκύβει μέσα να μαζέψει
πετσέτες χεριών και προσώπου και όλ’ αυτά
που είναι μουλιασμένα.
Όλα μοιάζουν με φύκια-
όπως εκείνες οι μακριές τούφες από κέλπιες που
τις αποκαλούσαν
‘μαλλιά γοργόνας’ ή ‘άγανο’.
Τότε ξαφνικά το νερό υποχωρεί
και σε χρόνο μηδέν
το δωμάτιο είναι εντελώς στεγνό και πάλι.
Μια απαίσια αίσθηση πίεσης
είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτών των συναισθημάτων.
Στο κάτω-κάτω δεν μπορεί
να το συγκρίνει με τίποτ’άλλο.
Δεν έχει το λεξιλόγιο για τίποτα απ’όλα αυτά.
Κάθε εβδομάδα στις θεραπευτικές συνεδρίες
έχει περισσότερα απ΄όσα χρειάζεται να πει
μόνο και μόνο για να περιγράψει αυτό το παράξενο φαινόμενο
και να το εκφράσει όπως πρέπει
στον ψυχίατρο.
Δεν έχει την ορολογία
Ούτε τα σημεία αναφοράς
ή καμία απολύτως λέξη που θα αποτελούσε την παραμικρή
ένδειξη
για το τι θα μπορούσε να είναι το νερό.
‘΄Ενα διάφανο υγρό’, λέει, βάζοντας τα δυνατά της.
‘Μάλιστα’, λέει ο θεραπευτής, ‘συνέχισε’.
Την καλοπιάνει και την καταφέρνει να πλάσει λέξεις.
Εκείνη κάνει ακόμα μια προσπάθεια.
‘Μια λεπτή ροή’, το αποκαλεί εκείνη,
ανιχνεύοντας επιφυλακτικά ανάμεσα στις λέξεις
‘Μια λαμπερή μεμβράνη. Που στάζει διάφορα. Κάτι υγρό.’
Mια μικροσκοπική ένδειξη
Θα μπορούσες να περάσεις ολόκληρη τη ζωή σου
κρυφακούγοντας τη γοργόνα
προτού εντοπίσεις την παραμικρή ένδειξη
για την πραγματική καταγωγή της. Μια φθινοπωρινή μέρα
την συνάντησα τυχαία με το παιδί της
ενώ το παρηγορούσε κάτω από το σάλι της.
‘Δεν είσαι το γαλαζοπράσινο μωρό της φώκιας.
Δεν είσαι το γκρίζο κλωσσόπουλο του γιγαντόγλαρου.
Δεν είσαι το μικρό της βύδρας. Ούτε είσαι
το μοσχάρι της λεπτής άκερης αγελάδας.’
Αυτό ήταν το νανούρισμα που τραγουδούσε
αλλά το διέκοψε απότομα
αμέσως αντιλήφθηκε
πως κάποιος άλλος ήταν στη γειτονιά.
Είχα μιαν ευδιάκριτη αίσθηση πως ντράπηκε
κατ’αρχάς που την είχα ακούσει.
Κι επίσης αποχώρησα με την εντύπωση
πως το νανούρισμα θύμιζε τουλάχιστον θάλασσα.
An Mhurúch san Ospidéal
Dhúisigh sí
agus ní raibh a heireaball éisc ann
níos mó
ach istigh sa leaba léi
bhí an dá rud fada fuar seo.
Ba dhóigh leat gur gaid mhara iad
nó slaimicí feola.
‘Mar mhagadh atá siad
ní foláir,
Oíche na Coda Móire.
Tá leath na foirne as a meabhair
le deoch
is an leath eile acu
róthugtha do jokeanna.
Mar sin féin is leor an méid seo,’
is do chaith sí an dá rud
amach as an seomra.
Ach seo í an chuid
ná tuigeann sí –
conas a thit sí féin ina ndiaidh
‘cocs-um-bo-head’.
Cén bhaint a bhí
ag an dá rud léi
nó cén bhaint a bhí aici
leosan?
An bhanaltra a thug an nod di
is a chuir í i dtreo an eolais –
‘Cos í seo atá ceangailte díot
agus ceann eile acu anseo thíos fút.
Cos, cos eile,
a haon, a dó.
Caithfidh tú foghlaim
conas siúl leo.’
Ins na míosa fada
a lean
n’fheadar ar thit a croí
de réir mar a thit
trácht na coise uirthi,
a háirsí?
An Mhurúch agus Focail Áirithe
Ná luaigh an focal ‘uisce’ léi
nó aon ní a bhaineann le cúrsaí farraige –
‘tonn’, ‘taoide’, ‘bóchna’, ‘muir’, nó ‘sáile’.
Ní lú léi an sioc samhraidh ná trácht a chlos
ar iascach, báid, saighní trá nó traimile, potaí gliomach.
Tá’s aici go maith go bhfuil a leithéidí ann
is go mbíonn gíotáil éigin a bhaineas leo
ar siúl ag daoine eile.
Ceapann sí má dhúnann sí a cluasa is má chasann sí a ceann
go mbeidh sí saor orthu
is ná cloisfidh sí búir dhúr an eich uisce
ag fógairt gaoil shíoraí léi go doimhin san oíche,
amach trí lár a codladh uirthi.
Níl aon namhaid eile aici
ach an saol fó-thoinn a chleacht sí
sarar iontaigh sí ar a hathshaol ar an míntír
a chur i gcuimhne dhi. Séanann sí ó bhonn
go raibh oiread is cac snioga de bhaint aici leis
aon am. ‘Ní raibh aon tsuim riamh agam
sna piseoga sin, nó in aon sórt seanaimsearachta.
Aer, eolas, solas gléineach na heolaíochta
Is ea a shantaíos-sa.’
Ba chuma liom ach go bhfuaireas-sa amach
san eitheach í.
Istigh sa Roinn le Béaloideas Éireann,
tá lámhscríbhinní iomlán de Bhailiúchán na Scol
breactha óna láimh,
scríte in uisce, le clipe de sciathán rotha,
ar scothóg feamainne mar phár.
Tá trí cinn déag de scéalta fada
agus smutaíocha de chinn eile, i dteannta le
horthaí, seanpháidreacha, tomhaiseanna agus aroile
le tabhairt faoi ndeara ann.
Óna hathair is óna máthar chríonna is mó
a thóg sí síos iad.
Diúltaíonn sí glan dó – ‘An máistir
a thug mar obair bhaile dhúinn é fadó
thiar sa bhunscoil. Chaitheamair é a dhéanamh.
Ní raibh aon dul as againn.’
Cháithfeadh sí fuil shróine
sara mbeadh sí riamh admhálach ina thionscnamh.
Cuimhne an Uisce
Uaireanta nuair a bhíonn a hiníon
sa seomra folctha
ag glanadh a fiacla le slaod tiubh
is le sód bácála,
tuigtear di go líonann an seomra suas
le huisce.
Tosnaíonn sé ag a cosa is a rúitíní
is bíonn sé ag slibearáil suas is suas arís
thar a másaí is a cromáin is a básta.
Ní fada
go mbíonn sé suas go dtí na hioscaidí uirthi.
Cromann sí síos ann go minic ag piocadh suas
rudaí mar thuáillí láimhe nó céirteacha
atá ar maos ann.
Tá cuma na feamnaí orthu –
na scothóga fada ceilpe úd a dtugaidís
‘gruaig mhaighdean mhara’ nó ‘eireabaill mhadraí rua’ orthu.
Ansan go hobann téann an t-uisce i ndísc
is ní fada
go mbíonn an seomra iomlán tirim arís.
Tá strus uafásach
ag roinnt leis na mothúcháin seo go léir.
Tar éis an tsaoil, níl rud ar bith aici
chun comparáid a dhéanamh leis.
Is níl na focail chearta ar eolas aici ar chor ar bith.
Ag a seisiún síciteiripeach seachtainiúil
bíonn a dóthain dua aici
ag iarraidh an scéal aisteach seo a mhíniú
is é a chur in iúl i gceart
don mheabhairdhochtúir.
Níl aon téarmaíocht aici,
ná téarmaí tagartha
ná focal ar bith a thabharfadh an tuairim is lú
do cad é ‘uisce’.
‘Lacht trédhearcach’, a deir sí, ag déanamh a cruinndíchill.
‘Sea’, a deireann an teiripí, ‘coinnibh ort!’
Bíonn sé á moladh is á gríosadh chun gnímh teangan.
Deineann sí iarracht eile.
‘Slaod tanaí’, a thugann sí air,
í ag tóraíocht go cúramach i measc na bhfocal.
‘Brat gléineach, ábhar silteach, rud fliuch.’
Leide Beag
Dá gcaithfeá faid do mharthana iomláin’
ag cúléisteacht leis an murúch
b’fhéidir go bhfaighfeá leide beag anseo is ansiúd
cárbh as di. Thángas-sa aniar aduaidh
uirthi lá fómhair is a naíonán
á bréagadh faoina seál aici.
‘Ní tú éan gorm na mbainirseach,
ní tú gearrcach glas na gcaobach,
ní tú coileán an mhadra uisce,
ní tú lao na maoile caoile’,
an suantraí a bhí á chanadh aici
ach do stop sí suas láithreach bonn
chomh luath is a thuig sí
duine eile a bheith ar an bport.
Tuigeadh dom gur ghlac sí náire
i dtaobh é bheith cloiste agam in aon chor.
Tuigeadh domh chomh maith go raibh blas an-láidir
den bhfarraige air mar shuantraí ar an gcéad scór.
Η γοργόνα στο νοσοκομείο
Ξύπνησε
κι η ψαροουρά της
φευγάτη
μα στο κρεβάτι δίπλα της
ήταν δυο μακριά, κρύα αποτέτοια.
Θαρρείς πως ήταν κουβάρια από κέλπιες
ή κομμάτια κρέας.
‘Χωρίς καμία αμφιβολία
αστειεύονται,
παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Το μισό προσωπικό
τύφλα στο μεθύσι
και τ’άλλο μισό κάνει πλάκες.
Όμως, αυτό παραπάει.’
Κι εκτόξευσε έτσι τα δυο αποτέτοια έξω απ’το δωμάτιο.
Αλλά να που
ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει-
γιατί εκείνη κατρακύλησε μαζί τους...
Πώς συνδεόταν
μ’εκείνα τ’αποτέτοια
και πώς εκείνα συνδέονταν μ’αυτήν.
Χάρη στη νοσοκόμα που της έκανε νόημα
έμαθε τα καθέκαστα.
‘ Έχεις ένα πόδι προσκολλημένο εκεί πάνω
κι άλλο ένα κάτω απ’αυτό.
Ένα πόδι, δύο πόδια...
Έν’ δυο...
Τώρα πρέπει να μάθεις
τι μπορούν να κάνουν.’
Στους μήνες
που ακολούθησαν,
αναρωτιέμαι αν βούλιαξε η καρδιά της
όπως πέσανε οι καμάρες των ποδιών της,
οι εσωτερικοί ταρσοί της.
Η γοργόνα και κάποιες λέξεις
Ό,τι κι αν κάνεις μην αναφέρεις ποτέ τη λέξη
‘νερό’
ή οτιδήποτε άλλο θυμίζει θάλασσα-
‘κύμα’, ‘παλίρροια’, ‘ωκεανός’, ‘πέλαγoς’, ‘αρμύρα’.
Θα προτιμούσε να φανταστεί την άφιξη του παγετού
καταμεσής του καλοκαιριού
παρά ν’ακούει για ψαρέματα, βάρκες, τράτες ή δίχτυα,
κι αστακοδοχεία.
Το ξέρει πως τέτοια πράγματα υπάρχουν, φυσικά,
και πως άλλοι
με τέτοια έχουν παρτίδες.
Νομίζει πως αν κλείσει τ’αυτιά της και
γυρίσει το κεφάλι της αλλού
θα γλυτώσει απ’αυτά
και δεν θα ξανακούσει ποτέ το δυνατό χλιμίντρισμα
του υδρόβιου πνεύματος ή του ιππόκαμπου
να διεκδικούν τη συγγένειά της εξ αίματος την πιο σκοτεινή
ώρα της νύχτας,
προκαλώντας της ένα ξέσπασμα ανατριχίλας και
τον ιδρώτα να τη μαστιγώνει
όταν την παίρνει ο ύπνος.
Τίποτα δεν μισεί πιο πολύ
απ΄το να της υπενθυμίζουν την υποβρύχια ζωή της
πριν γυρίσει σελίδα σε στεγνή στεριά.
Αρνείται σθεναρά
πως είχε την παραμικρή σχέση ποτέ μ’αυτήν.
‘Ποτέ δεν μ’ενδιέφεραν
εκείνες οι παλιές προκαταλήψεις ή οι παλιές παραδόσεις.
Καθαρό αέρα, γνώση, τη λαμπερή ευφυία της
επιστήμης
ήταν τα μόνα που λαχτάρησα.’
Δεν θα με πείραζε ούτως ή άλλως αλλά εγώ η ίδια
την αποκάλυψα πάνω στην απάτη.
Στο Τμήμα Ιρλανδικής Λαογραφίας
στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου,
υπάρχει ένα ολόκληρο χειρόγραφο στη Συλλογή της Σχολής
που καταγράφηκε από ’κείνη,
γραμμένο στο νερό, με σαλαχιού πτερύγιο για στυλογράφο,
σ’ένα μακρύ πάπυρο από κέλπιες.
Μέσα εκεί βρίσκονται δεκατρία μεγάλα παραμύθια
και άλλα ψιλολόγια, μαζί με
φυλαχτά, παλιές προσευχές, γρίφους και τέτοια.
Απ΄τον πατέρα της και τη γιαγιά της πιο πολύ
τα κατέγραψε.
Αρνείται να παραδεχτεί την ύπαρξή του, κι όταν
το κάνει
‘Ήταν ο δάσκαλος που μας το΄δωσε εργασία για το σπίτι,
πριν χρόνια στο δημοτικό.
‘Έπρεπε να το κάνουμε.’
Θα προτιμούσε να υποστεί βαριά ρινορραγία
παρά να παραδεχτεί πως έβαλε το χέρι της
στη σύνθεσή του.
Μια ανάμνηση νερού
Συχνά όταν η κόρη της γοργόνας
είναι στο μπάνιο
καθαρίζοντας τα δόντια της με μια χοντρή βούρτσα
και μαγειρική σόδα
εκείνη έχει την αίσθηση πως το δωμάτιο γεμίζει
νερό.
Ξεκινά απ΄τα πόδια και τους αστραγάλους της
και γλιστράει όλο και πιο ψηλά
πάνω απ΄τους μηρούς και τους γοφούς και τη μέση.
Σε χρόνο μηδέν
φτάνει ψηλά στις μασχάλες της
Σκύβει μέσα να μαζέψει
πετσέτες χεριών και προσώπου και όλ’ αυτά
που είναι μουλιασμένα.
Όλα μοιάζουν με φύκια-
όπως εκείνες οι μακριές τούφες από κέλπιες που
τις αποκαλούσαν
‘μαλλιά γοργόνας’ ή ‘άγανο’.
Τότε ξαφνικά το νερό υποχωρεί
και σε χρόνο μηδέν
το δωμάτιο είναι εντελώς στεγνό και πάλι.
Μια απαίσια αίσθηση πίεσης
είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτών των συναισθημάτων.
Στο κάτω-κάτω δεν μπορεί
να το συγκρίνει με τίποτ’άλλο.
Δεν έχει το λεξιλόγιο για τίποτα απ’όλα αυτά.
Κάθε εβδομάδα στις θεραπευτικές συνεδρίες
έχει περισσότερα απ΄όσα χρειάζεται να πει
μόνο και μόνο για να περιγράψει αυτό το παράξενο φαινόμενο
και να το εκφράσει όπως πρέπει
στον ψυχίατρο.
Δεν έχει την ορολογία
Ούτε τα σημεία αναφοράς
ή καμία απολύτως λέξη που θα αποτελούσε την παραμικρή
ένδειξη
για το τι θα μπορούσε να είναι το νερό.
‘΄Ενα διάφανο υγρό’, λέει, βάζοντας τα δυνατά της.
‘Μάλιστα’, λέει ο θεραπευτής, ‘συνέχισε’.
Την καλοπιάνει και την καταφέρνει να πλάσει λέξεις.
Εκείνη κάνει ακόμα μια προσπάθεια.
‘Μια λεπτή ροή’, το αποκαλεί εκείνη,
ανιχνεύοντας επιφυλακτικά ανάμεσα στις λέξεις
‘Μια λαμπερή μεμβράνη. Που στάζει διάφορα. Κάτι υγρό.’
Mια μικροσκοπική ένδειξη
Θα μπορούσες να περάσεις ολόκληρη τη ζωή σου
κρυφακούγοντας τη γοργόνα
προτού εντοπίσεις την παραμικρή ένδειξη
για την πραγματική καταγωγή της. Μια φθινοπωρινή μέρα
την συνάντησα τυχαία με το παιδί της
ενώ το παρηγορούσε κάτω από το σάλι της.
‘Δεν είσαι το γαλαζοπράσινο μωρό της φώκιας.
Δεν είσαι το γκρίζο κλωσσόπουλο του γιγαντόγλαρου.
Δεν είσαι το μικρό της βύδρας. Ούτε είσαι
το μοσχάρι της λεπτής άκερης αγελάδας.’
Αυτό ήταν το νανούρισμα που τραγουδούσε
αλλά το διέκοψε απότομα
αμέσως αντιλήφθηκε
πως κάποιος άλλος ήταν στη γειτονιά.
Είχα μιαν ευδιάκριτη αίσθηση πως ντράπηκε
κατ’αρχάς που την είχα ακούσει.
Κι επίσης αποχώρησα με την εντύπωση
πως το νανούρισμα θύμιζε τουλάχιστον θάλασσα.
An Mhurúch san Ospidéal
Dhúisigh sí
agus ní raibh a heireaball éisc ann
níos mó
ach istigh sa leaba léi
bhí an dá rud fada fuar seo.
Ba dhóigh leat gur gaid mhara iad
nó slaimicí feola.
‘Mar mhagadh atá siad
ní foláir,
Oíche na Coda Móire.
Tá leath na foirne as a meabhair
le deoch
is an leath eile acu
róthugtha do jokeanna.
Mar sin féin is leor an méid seo,’
is do chaith sí an dá rud
amach as an seomra.
Ach seo í an chuid
ná tuigeann sí –
conas a thit sí féin ina ndiaidh
‘cocs-um-bo-head’.
Cén bhaint a bhí
ag an dá rud léi
nó cén bhaint a bhí aici
leosan?
An bhanaltra a thug an nod di
is a chuir í i dtreo an eolais –
‘Cos í seo atá ceangailte díot
agus ceann eile acu anseo thíos fút.
Cos, cos eile,
a haon, a dó.
Caithfidh tú foghlaim
conas siúl leo.’
Ins na míosa fada
a lean
n’fheadar ar thit a croí
de réir mar a thit
trácht na coise uirthi,
a háirsí?
An Mhurúch agus Focail Áirithe
Ná luaigh an focal ‘uisce’ léi
nó aon ní a bhaineann le cúrsaí farraige –
‘tonn’, ‘taoide’, ‘bóchna’, ‘muir’, nó ‘sáile’.
Ní lú léi an sioc samhraidh ná trácht a chlos
ar iascach, báid, saighní trá nó traimile, potaí gliomach.
Tá’s aici go maith go bhfuil a leithéidí ann
is go mbíonn gíotáil éigin a bhaineas leo
ar siúl ag daoine eile.
Ceapann sí má dhúnann sí a cluasa is má chasann sí a ceann
go mbeidh sí saor orthu
is ná cloisfidh sí búir dhúr an eich uisce
ag fógairt gaoil shíoraí léi go doimhin san oíche,
amach trí lár a codladh uirthi.
Níl aon namhaid eile aici
ach an saol fó-thoinn a chleacht sí
sarar iontaigh sí ar a hathshaol ar an míntír
a chur i gcuimhne dhi. Séanann sí ó bhonn
go raibh oiread is cac snioga de bhaint aici leis
aon am. ‘Ní raibh aon tsuim riamh agam
sna piseoga sin, nó in aon sórt seanaimsearachta.
Aer, eolas, solas gléineach na heolaíochta
Is ea a shantaíos-sa.’
Ba chuma liom ach go bhfuaireas-sa amach
san eitheach í.
Istigh sa Roinn le Béaloideas Éireann,
tá lámhscríbhinní iomlán de Bhailiúchán na Scol
breactha óna láimh,
scríte in uisce, le clipe de sciathán rotha,
ar scothóg feamainne mar phár.
Tá trí cinn déag de scéalta fada
agus smutaíocha de chinn eile, i dteannta le
horthaí, seanpháidreacha, tomhaiseanna agus aroile
le tabhairt faoi ndeara ann.
Óna hathair is óna máthar chríonna is mó
a thóg sí síos iad.
Diúltaíonn sí glan dó – ‘An máistir
a thug mar obair bhaile dhúinn é fadó
thiar sa bhunscoil. Chaitheamair é a dhéanamh.
Ní raibh aon dul as againn.’
Cháithfeadh sí fuil shróine
sara mbeadh sí riamh admhálach ina thionscnamh.
Cuimhne an Uisce
Uaireanta nuair a bhíonn a hiníon
sa seomra folctha
ag glanadh a fiacla le slaod tiubh
is le sód bácála,
tuigtear di go líonann an seomra suas
le huisce.
Tosnaíonn sé ag a cosa is a rúitíní
is bíonn sé ag slibearáil suas is suas arís
thar a másaí is a cromáin is a básta.
Ní fada
go mbíonn sé suas go dtí na hioscaidí uirthi.
Cromann sí síos ann go minic ag piocadh suas
rudaí mar thuáillí láimhe nó céirteacha
atá ar maos ann.
Tá cuma na feamnaí orthu –
na scothóga fada ceilpe úd a dtugaidís
‘gruaig mhaighdean mhara’ nó ‘eireabaill mhadraí rua’ orthu.
Ansan go hobann téann an t-uisce i ndísc
is ní fada
go mbíonn an seomra iomlán tirim arís.
Tá strus uafásach
ag roinnt leis na mothúcháin seo go léir.
Tar éis an tsaoil, níl rud ar bith aici
chun comparáid a dhéanamh leis.
Is níl na focail chearta ar eolas aici ar chor ar bith.
Ag a seisiún síciteiripeach seachtainiúil
bíonn a dóthain dua aici
ag iarraidh an scéal aisteach seo a mhíniú
is é a chur in iúl i gceart
don mheabhairdhochtúir.
Níl aon téarmaíocht aici,
ná téarmaí tagartha
ná focal ar bith a thabharfadh an tuairim is lú
do cad é ‘uisce’.
‘Lacht trédhearcach’, a deir sí, ag déanamh a cruinndíchill.
‘Sea’, a deireann an teiripí, ‘coinnibh ort!’
Bíonn sé á moladh is á gríosadh chun gnímh teangan.
Deineann sí iarracht eile.
‘Slaod tanaí’, a thugann sí air,
í ag tóraíocht go cúramach i measc na bhfocal.
‘Brat gléineach, ábhar silteach, rud fliuch.’
Leide Beag
Dá gcaithfeá faid do mharthana iomláin’
ag cúléisteacht leis an murúch
b’fhéidir go bhfaighfeá leide beag anseo is ansiúd
cárbh as di. Thángas-sa aniar aduaidh
uirthi lá fómhair is a naíonán
á bréagadh faoina seál aici.
‘Ní tú éan gorm na mbainirseach,
ní tú gearrcach glas na gcaobach,
ní tú coileán an mhadra uisce,
ní tú lao na maoile caoile’,
an suantraí a bhí á chanadh aici
ach do stop sí suas láithreach bonn
chomh luath is a thuig sí
duine eile a bheith ar an bport.
Tuigeadh dom gur ghlac sí náire
i dtaobh é bheith cloiste agam in aon chor.
Tuigeadh domh chomh maith go raibh blas an-láidir
den bhfarraige air mar shuantraí ar an gcéad scór.